- ενιαίος
- -α, -οεπίρρ. -α που αποτελεί ένα σύνολο, που περιέχεται σε μια ενότητα, μοναδικός, ομοιόμορφος: Ενιαία διοίκηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ενιαίος — α, ο (AM ἑνιαῑος, α, ον) αυτός που αποτελεί μια ενότητα, ένα όλον, που περιλαμβάνεται σε μια ενότητα, ο μοναδικός, ο απλός, σε αντιδιαστολή με τον πολλαπλό, τον πολυμερή («ενιαία διοίκηση», «ενιαίο μέτωπο», «ενιαία διαχείριση») μσν. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
ἑνιαίων — ἑνιαῖος single fem gen pl ἑνιαῖος single masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνιαίως — ἑνιαῖος single adverbial ἑνιαῖος single masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα της Ελλάδας — Ενιαίος τραπεζικός οργανισμός, που συγκροτήθηκε μετά τη συγχώνευση δύο ελληνικών τραπεζών, της Ιονικής και της Λαϊκής. Ειδικότερα, η Ιονική Τράπεζα είχε συσταθεί με θέσπισμα της Γερουσίας στα Επτάνησα (23 Οκτωβρίου 1839) με έδρα την Αγγλία.… … Dictionary of Greek
ἑνιαίαις — ἑνιαῖος single fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνιαίοις — ἑνιαῖος single masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνιαίου — ἑνιαῖος single masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνιαίους — ἑνιαῖος single masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνιαίῳ — ἑνιαῖος single masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek